- ἀνθόπλισις
- ἀνθόπλ-ῐσις, εως, ἡ,A counter-arming, hostile armament, Sch.Th.1.141.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνθόπλισιν — ἀνθόπλισις counter arming fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθοπλισμός — ἀνθοπλισμός, ο και ἀνθόπλισις, η το να εξοπλίζεται κανείς εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek